- κυτταρόφιλος
- και κυτόφιλος, -η, -οβιολ. αυτός που έχει την ιδιότητα να προσκολλάται στην επιφάνεια ορισμένων ανοσοανταγωνιστικών κυττάρων («κυτταρόφιλο αντίσωμα»).[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κυτταρόφιλος είναι απόδοση στην ελλ. ελληνογενούς ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. cytophile < cyt(o)- (βλ. κυτταρο-) + -phile < -φιλος < φιλῶ].
Dictionary of Greek. 2013.